Τι είναι ο Προγεννητικός Έλεγχος
Ο προγεννητικός έλεγχος είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της παρακολούθησης της κύησης και μια ιδιαίτερα σημαντική επιλογή για όλα τα ζευγάρια που περιμένουν το ευχάριστο γεγονός της γέννησης του παιδιού τους. Οι πληροφορίες που παρέχονται από τον προγεννητικό έλεγχο, έχουν σαν σκοπό να βοηθήσουν στη σωστή ενημέρωση, στη συμβουλευτική και στη λήψη αποφάσεων για πιθανή ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης του εμβρύου. Με τον προγεννητικό έλεγχο σκοπεύουμε:
- Να ελέγξουμε αν οι γονείς είναι φορείς κάποιου νοσήματος που θα μπορούσε να κληρονομηθεί στο παιδί.
- Να διακρίνουμε έμβρυα που είναι ύποπτα για κάποιο χρωμοσωμικό σύνδρομο ώστε στη συνέχεια να αποκλείσουμε (ή να βεβαιώσουμε) την παρουσία του.
- Να διαγνώσουμε συγγενείς ανωμαλίες του εμβρύου που δεν σχετίζονται με σύνδρομα.
Εάν ενδιαφέρεστε για ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ καλέστε μας στα τηλέφωνα επικοινωνίας ή συμπληρώστε τη φόρμα online ραντεβού.
Εξετάσεις Προγεννητικού Ελέγχου
Για την πρώτη περίπτωση, ο έλεγχος των γονέων καθορίζεται με βάση τις συχνότερες κληρονομικές παθήσεις σε κάθε γεωγραφική περιοχή και για την Ελλάδα περιλαμβάνει την ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης για τη διάγνωση β-μεσογειακής αναιμίας ή άλλης αιμοσφαιρινοπάθειας και ίσως και τον γονιδιακό έλεγχο για κυστική ίνωση. Επίσης, αν στην οικογένεια των γονέων υπάρχει κάποια άλλη γνωστή κληρονομική πάθηση, εννοείται ότι θα πρέπει να γίνει πιο στοχευμένος έλεγχος.
Αν διαπιστωθεί η ύπαρξη κάποιας κληρονομικής μετάλλαξης, το έμβρυο θα πρέπει να ελεγχθεί με επεμβατική εξέταση (αμνιοπαρακέντηση ή λήψη τροφοβλάστης).
Για τη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή τη διαλογή εμβρύων που είναι ύποπτα για χρωμοσωμικά σύνδρομα, πραγματοποιείται ο προγεννητικός έλεγχος 1ου τριμήνου (από την 11η έως περίπου 13η εβδομάδα κύησης) που περιλαμβάνει υπερηχογράφημα (γνωστό και ως αυχενική διαφάνεια) και μέτρηση στο αίμα της μητέρας των επιπέδων β-χοριακής γοναδοτροπίνης και ΡΑΡΡ-Α.
Κατά το υπερηχογράφημα μετράται το πάχος της αυχενικής πτυχής του εμβρύου (είναι αυξημένο σε έμβρυα με σύνδρομο Down), αναζητείται το ρινικό οστό (δεν είναι φυσιολογικό σε σύνδρομο Down), αναλύονται κάποια άλλα χαρακτηριστικά της ανατομίας του εμβρύου και ελέγχεται και η καρδιά του εμβρύου. Τα δεδομένα από το υπερηχογράφημα και τις αιματολογικές μετρήσεις, καθώς και η ηλικία της μητέρας, συμπεριλαμβάνονται σε έναν αλγόριθμο ώστε να υπολογιστεί ο κίνδυνος των συχνότερων χρωμοσωμικών ανωμαλιών (τρισωμία 21-σύνδρομο Down, τρισωμία 18, τρισωμία 13) για το συγκεκριμένο έμβρυο. Με βάση τον εκτιμώμενο κίνδυνο θα αποφασιστεί αν θα πρέπει να προχωρήσουμε σε επεμβατικό έλεγχο ή μη επεμβατικό έλεγχο του εμβρύου.